αργυρίαση

αργυρίαση
η
εναπόθεση αργύρου στο δέρμα ή στους επιπεφυκότες των ματιών, συνήθως από μακροχρόνια χρήση νιτρικού αργύρου για θεραπευτικούς σκοπούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αργυρισμός — ἀργυρισμός, ο (Α) [αργυρίζομαι] νεοελλ. ιατρ. η αργυρίαση* αρχ. η κερδοσκοπία, ο χρηματισμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”